- ἀντιπόρθμοις
- ἀντίπορθμοςover the straitsmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίπορθμος — ἀντίπορθμος, ον (Α) 1. εκείνος που βρίσκεται στα δύο μέρη του πορθμού 2. αυτός που βρίσκεται στο απέναντι μέρος του πορθμού 3. φρ. «Πελοπίας χθονὸς ἐν ἀντιπόρθμοις» στα απέναντι μέρη της Πελοποννήσου … Dictionary of Greek